«Το σπίτι έχει εξελιχθεί σε πεπειραμένο μάρτυρα.[...]Έχει προσφέρει όχι μόνο φυσικό αλλά και ψυχολογικό καταφύγιο. Έχει υπάρξει φύλακας μιας ταυτότητας. Στην πάροδο των χρόνων, όταν οι ιδιοκτήτες του επιστρέφουν ύστερα από περιόδους απουσίας, κοιτούν τριγύρω και θυμούνται ποιοί είναι.[...] Μολονότι το σπίτι αυτό ίσως δεν προσφέρει λύσεις σε πολλά από τα προβλήματα των κατοίκων του, τα δωμάτια του προσδίδουν μια ευτυχία στην οποία η αρχιτεκτονική έχει συμβάλλει με τρόπο ξεχωριστό. »

Αlain de Botton, H Αρχιτεκτονική της Ευτυχίας, εκδ. Πατάκη

20110314

Η Ιστορία είναι Συνεπής


Ο καταστροφικός σεισμός της Ιαπωνίας στις αρχές Μαρτίου ήταν ακόμα μία απόδειξη για το προφανές. Η Ιστορία είναι Συνεπής. Οι 8.9 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ που ταρακούνησαν την Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, καταγράφηκαν ως ο πέμπτος ισχυρότερος σεισμός από το 1900. Σε μία χώρα, που χορεύει στους ρυθμούς του εγκέλαδου σχεδόν 3 με 5 φορές την ημέρα, ένας σεισμός δε μπορεί παρά να είναι κάτι το απολύτως ‘φυσιολογικό’. Ένα στοιχείο της καθημερινότητας που έχει ενσωματωθεί πλήρως στη συνείδηση των Ιαπώνων. Αυτό όμως που απείχε κατά πολύ από έναν δόκιμο ορισμό περί ‘φυσιολογικού’, δεν ήταν άλλο από τις ανεξέλεγκτες επιπτώσεις. 10.000 νεκροί, αφανισμένες παράκτιες ζώνες, θαμμένες πόλεις και μία οργή που μεταδόθηκε με εικόνες σε όλο τον ‘σοκαρισμένο’ πλανήτη. Το τσουνάμι που προκλήθηκε από την μετακίνηση των πλακών ισοπέδωσε τα πάντα, δημιούργησε νέες ιστορίες ανθρώπινου πόνου και η επανάληψη της ιστορίας ζητωκραύγαζε. Το πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα ξυπνούσε μνήμες Τσέρνομπιλ και μιας νέας επικείμενης καταστροφής. Ειδικοί από όλον τον κόσμο ξαναβγήκαν στα αδηφάγα παράθυρα των ΜΜΕ και νέες εργατοώρες δημιουργήθηκαν πάνω σε χιλιάδες σωρούς πτωμάτων. Η επίθεση στους δίδυμους πύργους δέκα χρόνια πριν ,ακολουθούσε το ίδιο μοτίβο. Με μία μόνο τραγικά ειδοποιό διαφορά. Εκεί υπήρχε άμεση εικονοποίηση του προκαλούντος. Τρομοκρατία, ασύμμετρη απειλή από τη μία. Προβοκάτσια, συνωμοσία από την άλλη. Παραβλέποντας για λίγο τις αντιστικτικές θέσεις αντιμετώπισης, συγκλίνουμε στο προφανές. Χιλιάδες νεκροί, δεκάδες χιλιάδες τραυματίες, απροσδιόριστου αριθμού αγνοούμενοι.

Στην περίπτωση της Ιαπωνίας , η εικονοποίηση του θύτη ήταν εξαρχής αδύνατη. Κάποιες μεμονωμένες φωνές παραληρούσαν: «Η φύση», «Ο θεός», «Οι εργολάβοι»… Έτυχε να επισκεφτώ την Ιαπωνία περί τα 6 χρόνια πριν και ένα από τα πράγματα που θα μείνει ίσως για πάντα ανεξίτηλο στη μνήμη μου είναι η αντιμετώπιση του σεισμού από τους Ιάπωνες, την οποία και βίωσα βρισκόμενος στον 18ο όροφο ενός πολυώροφου ξενοδοχείου στο κέντρο του Τόκυο. Κανείς δεν έδωσε σημασία σε κάτι που έχει μάθει να ζει από τότε που γεννήθηκε. Τα κτίρια στο Τόκυο αντέχουν σεισμούς μέχρι και πάνω από 9 ρίχτερ. Στατικά μοντέλα παρόμοια με αυτά, υπάρχουν και μεμονωμένα σε κάποια- λίγα- κτίρια και στην Ευρώπη. Εκείνο όμως που δεν προβλέφθηκε ,ήταν η δύναμη της θάλασσας. Και ήταν πολλοί εκείνοι που αναρωτήθηκαν. Γιατί? Πως χτυπήθηκε η Αστυπάλαια μετά τον αντίστοιχο σεισμό της Αμοργού? Πως καταστράφηκε ο μινωικός πολιτισμός μερικές χιλιάδες χρόνια πριν? Πως χάθηκε η –τουλάχιστον ιστορικά και ίσως μυθοπλαστικά καταγεγραμμένη πτυχή της Ατλαντίδας? Στην περίπτωση των δίδυμων πύργων, θα υπερθεματίσει κάποιος, το έναυσμά του βιβλικού πύργου της Βαβέλ υπήρχε και αυτό. Ανέκαθεν. Ναι, ίσως. Και όμως και εκεί υπήρξε αιφνιδιασμός/’αιφνιδιασμός’. Δεν ήταν η θάλασσα, αλλά ο αέρας.

Ας αναλογιστούμε το εξής: Ένα πυκνόφυτο δάσος είναι ένα σύνολο από δέντρα. Μία χάραξη πορείας που θα διασχίζει το δάσος δεν δύναται ποτέ να αλλάξει τη χωρική του ταυτότητα. Θα μεταλλάξει όμως δραματικά τη σύσταση της μάζας του. Δεν θα είναι πια ένα «δάσος», αλλά μία «νέα διαδρομή μέσα από πεύκα». Οι πεζοπόροι που θα περπατήσουν κατά μήκος της διαδρομής, θα προσαρτήσουν στο δάσος στοιχεία της ανθρώπινης φύσης τους. Στοιχεία που είναι ικανά να μείνουν ανεξίτηλα εκεί για αιώνες -ίσως και χιλιετίες. Μία φωτιά θα κάψει το δάσος ολοσχερώς και θα τερματίσει κάθε είδους δραστηριότητα στο μέχρι πρότινος φυσικό περιβάλλον. «Ένα τσιγάρο ήταν η αιτία της καταστροφής», διαβάζουμε ‘σοκαρισμένοι’ στον πρωτοσέλιδο τύπο, τις επόμενες ημέρες. «Είχαν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα», συνεχίζουν τα ‘ευαισθητοποιημένα’ άρθρα..

Σημασία δεν είχε ποτέ η ιστορική ακρίβεια αυτών των καταγραφών. Μείζονος σημασία όμως, είναι η καθολική ύπαρξη των εναυσμάτων τους. Και αυτό είναι το ζητούμενο. Η Ιστορία παραμένει Συνεπής και δε ξεφεύγει από στεγανά. Ένα ανοικτό βιβλίο που όλοι έχουν διαβάσει ,αλλά εξακολουθούν να λησμονούν τη δύναμη της αφηγηματικής του πορείας .Η δύναμη της φύσης δε μπορεί να ελεγχθεί-δεν μπορεί να τιθασευτεί. Η αποδεδειγμένη ικανότητα των Ιαπώνων να στηρίζουν τα κτίρια τους δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Το ίδιο και η ικανότητα των αεροπλάνων να πετούν. Μόνο που τα στοιχεία-δέντρα- που θα παραληφθούν, δύνανται σε δεύτερο χρόνο να γκρεμίσουν ό,τι και αν χτίσεις. Τα εναύσματα είναι πάντα εκεί χαμηλά και ο άν(ω)-θρωπος δε τα βλέπει. Έως ότου κάποιος τρελός βγει στον δρόμο και βροντοφωνάξει: « Μα είναι θέση αυτή που βρήκατε να χτίσετε την Τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη?!»…



20110219

Η "fantasie" Aρχιτεκτονική της Eικονολαγνείας ή "Εσύ είσαι ο αυτός του ντεκορασιόν?"


H Αρχιτεκτονική δεν αποτελεί κανένα είδος επιστήμης. Καμία τέχνη. Είναι ακριβώς εκείνο το συνονθύλευμα ιδεών και πρακτικών, που της αξίζει να είναι. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Η Αρχιτεκτονική δεν είναι ταμπού, ούτε φαντασίωση. Είναι αυτό που είναι, αν όχι αυτό που έγινε, ίσως αυτό που της έμαθαν να είναι, αυτό που την συμβούλεψαν ίσως να γίνει. Διαμορφωμένη μέσα από χιλιάδες συγκυρίες και σημαδεμένη από δεκάδες κινήματα και αντι-κινήματα, προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’40. Πήρε έναν δρόμο , άλλαξε γνώμη, ξαναπροσπάθησε περί το τέλος της δεκαετίας του ’70. Έφτασε έως τα 90s, με ένα corpus καταρρακωμένο από τις συνεχείς μεταβολές και αλλοιώσεις.

Σήμερα η -λεκτική τουλάχιστον- πτυχή της Αρχιτεκτονικής υπάρχει παντού. Από τίτλους βιβλίων συγγραφέων με ουδεμία σχέση με αυτή, έως ταμπέλες μαγαζιών και λεξιγραφήματα σε αφίσες. Από δεύτερο συνθετικό σε δεκάδες τίτλους προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών στην Ευρώπη, έως την ονομασία που λανσάρονται προϊόντα ψηφιακού σχεδιασμού στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Η αληθινή Αρχιτεκτονική μοιάζει κυριολεκτικά σαν να έχει εξαφανιστεί. Σαν να έχει δώσει το δικαίωμα σε κάποιον -τρόπο τινά- εκβιαστή να καταχράζεται το όνομά της, να προσομοιάζει την ίδια της την υπόσταση. Η εικόνα της όμως βρίσκεται παντού! Και είναι αυτή που λατρεύεται με τρομερή μανία και δύναμη. Λατρεύεται όσο τίποτα άλλο στους κόλπους μιας τυπικής αστικής πυκνότητας, αποθεώνεται δε, σε μητροπολίζουσες καθημερινότητες. Οι αρχιτέκτονες μετατράπηκαν σε μηχανικούς λιγότερο μηχανικούς από τους προγενέστερους τους, γίνανε συγγραφείς, φωτογράφοι, μουσικοί. Ναι, σαφώς και ένας από αυτούς είμαι και εγώ. Ξεχάσανε την αρχιτεκτονική ,εσκεμμένα ή μη και ένα ατελείωτο πανηγύρι από θεωρίες που εμφυτεύονταν παντού σε οτιδήποτε είχε να κάνει με τις τέχνες και τις κοινωνικοπολιτικές εκφάνσεις που τόλμησαν (!) να μην συμπεριλάβουν την Αρχιτεκτονική στο ‘καταστατικό’ τους- ούτε καν στις επιδιώξεις τους-, άρχισε να ξετυλίγεται. Η αρχιτεκτονική της εικονολαγνείας είχε ήδη γεννηθεί και μαζί της έμελλε να αναπτυχθεί ένα- τεραστίων διαστάσεων- ψηφιδωτό από πομπούς και δέκτες. Μόνο που οι πομποί το εξέπεμψαν με κάποια- μεμονωμένα- παράσιτα και οι δέκτες το εκλάβανε ως ένα συνεχές από παράσιτα. Και κάπως έτσι η εικόνα της αρχιτεκτονικής απογειώθηκε. Σε lifestyle περιοδικά εγκαταστάθηκε με το αζημίωτο και άρχισε να γιγαντώνεται μέσα από συγκεκριμένες κάστες μη-αρχιτεκτόνων, με πτυχία “αρχιτεκτονικής χ”, “αρχιτεκτονικής ψ”, “αρχιτεκτονίζουσας χ-ψ θεωρίας”, “χιαστής αρχιτεκτονίας και υ-ψίστης αρχιτεκτονικοιακής”..Η σύγχρονη «υποψιασμένη μετά από τόσα που έχουν δει τα μάτια μας» κοινωνία τα αποδέχτηκε χωρίς περιστροφές και η Εικόνα πια αποτυπώθηκε σε κάθε κύτταρο της σύγχρονης αντίδρασης προς την μαμά banal και ‘μοντέρνα’ αρχιτεκτονική . Η εικόνα της Αρχιτεκτονικής λοιπόν έχει διεισδύσει στον κάθε έναν από εμάς, όχι με έναν αλλά με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Ο αντίκτυπος της διεργασίας αυτής, είναι και η θεματική μας.

Σε ένα από τους πολλούς ιστότοπους που ασχολούνται με θέματα αρχιτεκτονικής- όχι με την αρχιτεκτονική αλλά με θέματα μιας κάποιας υποφαινόμενης αρχιτεκτονικής-, εντόπισα προ ολίγων ημερών, μια άκρως ενδιαφέρουσα ‘έρευνα’. Οι διαχειριστές του site, ζητούσαν από το αναγνωστικό κοινό να επιλέξει την χειρότερη πολυκατοικία μεταξύ δύο, μέσα από δύο εικόνες- μία στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης και μίας άλλης στο Αιγάλεω στην Αττική. Τονιζόταν ιδιαίτερα το γεγονός ότι για την επιλογή, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψιν τα ίδια ακριβώς μέτρα και σταθμά, δλδ ίδιο ενοίκιο, ίδια απόσταση από τη δουλειά, κλπ. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι η ερώτηση διατυπωνόταν ως εξής: «Αγνόησε παντελώς την τοποθεσία, κρίνε μόνο την αισθητική, και απάντα: Σε ποια θα έμενες;» http://www.spitoskylo.gr/2011/02/14/worst-ever/

Καμία αγωνία, καμία έκπληξη. Αυτό που ξέχασα ίσως να αναφέρω είναι το γεγονός ότι οι δύο πολυκατοικίες ήταν μια άκρως επιτυχημένη επιλογή των συντακτών, όσον αφορά στην α-αρχιτεκτονικοποιημένη εργολαβική αποθέωση του κιτς της μεταπολιτευτικής ανοικοδόμησης στην Ελλάδα. Η ανάλυση του αποτελέσματος σε ένα δείγμα περί των 600 χρηστών, δεν έχει καμία θέση σε αυτό το άρθρο, αν και όπως προανέφερα, προσωπικά δε μου έκανε καμία εντύπωση. Αυτό που ίσως έχει κάποια σημασία είναι το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι ψήφισαν για το ‘χειρότερο’, με βάση μια εικόνα. Ίσως την καλύτερη εικόνα. Και εν τέλει ‘αποφάσισαν’ υπό την σκέπη του ορισμού της -παρεξηγημένης- φράσης ‘μη χείρον βέλτιστον’.

Και όλα αυτά, αποστασιοποιημένοι από τόπους και χώρους, αγνοώντας την εσωτερική τους λειτουργία ή την κοστολογημένη κατασκευή τους. Άλλωστε η αισθητική μετράει. Και είναι αυτή η Εικόνα μιας ξεχασμένης αρχιτεκτονικής που εκτίθεται απλόχερα μπροστά στα μάτια χιλιάδων ή και εκατομμυρίων μη-αρχιτεκτόνων. Από τα μη ρεαλιστικά φωτορεαλιστικά οργανικών μορφών μέχρι την ευλογημένη kitsch δεκαετία των 80s, η Αρχιτεκτονική παλεύει ακόμα να αποσπάσει την ίδια την εικόνα της. Παλεύει για ένα zoning πιο δίκαιο, πιο καθαρό και πιο σαφές μέσα στο ίδιο της το Σώμα. Έχει έρθει ο καιρός να αποφασίσουμε αν η αρχιτεκτονική που μας βολεύει είναι και αυτή που μας εκφράζει, ήρθε η στιγμή να επιλέξουμε επιτέλους εάν η αρχιτεκτονική είναι αρχιτεκτονική και σε ποιον αναφέρεται.
«Εσύ είσαι ο αυτός του ντεκορασιόν;…», με ρώτησε σε μια από τις πρώτες επιβλέψεις μου ένας από τους ‘δευτερεύοντες’ εμπλεκόμενους στην εξαντλητική διεργασία που λέγεται περάτωση κτισμένου έργου, αναζητώντας τον αρχιτέκτονα για κάποιες διευκρινήσεις.
Μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα από δύο πιθανές, ισοδύναμες και απαλλαγμένες από κάθε συγκινησιακό φόρτο, απαντήσεις
«Εγώ είμαι, εσύ ποιος είσαι;» ή απλά «Τι;»../

20110209

Ο μύθος και οι πόλεις.

Αστικές αναπλάσεις.
 

Η μυθοποιητική διαδικασία, η κατασκευή δηλαδή ενός μύθου σε αντικατάσταση της πραγματικότητας (που θα την αποσιωπήσει), θα είναι μία προσωποποιημένη χειραγώγηση των ερεθισμάτων (αστικών για την περίπτωση μας) για τα οποία μοιάζει να μην υπάρχει (ή ακόμα πως εμποδίζεται) το απαραίτητο υλικό (δεδομένα) ειδικής προσέγγισής τους από το άτομο και άρα επιτυχούς διερεύνησης και λύσης των ερωτημάτων που προκύπτουν στην ύπαρξη τους ως καθημερινές κοινωνικές καταστάσεις. Στο λόγο της προσωποποιημένης αυτής στρέβλωσης είναι που εντοπίζεται μία φαντασιακή παράσταση οργανωμένη από κεντρικές συγκεντρωτικές θέσεις που κατευθύνονται αποταπάνω, διαχέονται προστακάτω αλλά εξακολουθούν να εξυπηρετούν τους αποταπάνω και θα εξηγήσουμε τι εννοούμε με αυτό.
 

Για αρχή να σημειωθεί πως η αμφισβήτηση είναι δυνατότητα καθενός-καθεμιάς από εμάς. Στο βαθμό που αυτή συλλογικοποιείται ή όχι είναι που μπορεί να διακρίνουμε διαφορετικές ποιότητες στη βάση της, αλλά για αρχή να διατηρήσουμε σαφώς ένα θετικό πρόσημο και για τις δύο περιπτώσεις και τις διαβαθμίσεις τους. Μιλώντας για αμφισβήτηση εννοούμε το εργαλείο μίας απομυθοποιητικής παρέμβασης στην κοινωνική καθημερινότητα που μας περιβάλει. Δηλαδή την αποκάλυψη της πραγματικότητας των αντικειμένων και την τοποθέτηση μας απέναντι τους. Η προσωποποιημένη όμως στόχευση του μύθου, για αρχή, δείχνει μία υποβολή αποταέξω. Δείχνει δηλαδή την υιοθέτηση εξωυποκειμενικών κρίσεων και άρα όχι μία προσωπική προσέγγιση αυτού που μας περιβάλει. Στο βαθμό που πρέπει να συμβεί το αντίστροφο είναι που οι ποιότητες προσέγγισης διαβαθμίζονται ανάμεσα στην εκγύμναση είτε μοναχά των προσωπικών, των ατομικών, κριτικών εργαλείων είτε στη συλλογικοποίησή τους, στην τοποθέτηση τους σε ένα κοινό δοχείο σκέψης και τελικά συλλογικής πράξης.

Αφού γίνεται λόγος για την πόλη, πρέπει να σημειωθεί, για ένα ευρύτερο πλαίσιο αστικών πρακτικών και αναδιαρθρώσεων που συχνά επιφέρουν κοινωνικές συγκρούσεις, πως τις περισσότερες φορές αυτές καταπιέζονται από τη μυθοποιητική διαδικασία. Στην ουσία αυτών των πρακτικών, συχνά διατηρείται στην κοινωνική επιφάνεια, ένα αποστειρωμένο θετικό νόημα, αποκρύπτοντας βίαιες ανακατατάξεις και εκεί είναι που γεννιέται ο μύθος. Το θετικό νόημα γίνεται αποδεκτό παρακινώντας μία αδιασμφισβήτητη θετική στάση για τη συνολική πλέον κατάσταση και όχι μόνο για την οπτικά αναγνωρίσιμη επέμβαση (τι αναγνωρίζει κανείς οπτικά βέβαια και αυτό είναι ένα ζητούμενο συσχετισμένο με τη μυθοποίηση). Η ωραιοποίηση του αστικού περιβάλλοντος, για παράδειγμα μέσα από μία πολεοδομικού επιπέδου ανάπλαση, διατηρώντας αυτή την ωραιοποίηση ως πρόταγμα αλλά ταυτόχρονα επιφανειακά και κεντρικά και όχι ως κοινωνικό εργαλείο, ανάγοντας την καθαρότητα, το καινούριο, το λαμπερό και το πράσινο, το «βιώσιμο» και το υγιές ως απόλυτες προθέσεις μίας θεαματικής αστικής καθαριότητας, είναι που στήνει σκαλοπατιαστά το μύθο της. Αποκρύπτει με αυτό όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές δυναμικές που διαταράσσονται, σκόπιμα ή όχι (;), και άρα αφού τις υποβιβάζει στην οπτική αντίθεση που δημιουργείται, με το συν να βρίσκεται στην αισθητική της νέας επέμβασης και το πλην να περιρρέει στα παράπλευρα πλέον υφιστάμενα (γερασμένα μα γεμάτα), τελικά τις απομακρύνει. Ο μύθος της αστικής αναζωογόνησης λοιπόν είναι διπλός. Λειτουργεί και ως εκκινητής κοινωνικών αλλαγών.
 

Δεν εντοπίζεται το προβληματικό όμως στο εμφανές υλικό αποτέλεσμα αυτών των επεμβάσεων, μία καινούρια πλατεία ή ένα δίκτυο πεζοδρόμων για παράδειγμα, αλλά στην πιθανή διατάραξη ευαίσθητων κοινωνικών ισορροπιών που ταλαντεύονται πλέον βίαια και επικίνδυνα, ιδιαίτερα, στις λεγόμενες «υποβαθμισμένες» γειτονιές. Η αισθητική ολοκλήρωση αυτής της επέμβασης ως αστικός νεωτερισμός είναι που προβάλλεται εμπρός και στήνει το πρόσωπο του μύθου, ενώ η ουσία της μοιάζει να αποκρύπτεται ή καλύτερα μάλλον, να παραποιείται. Η επέμβαση θα επιχειρήσει να λειτουργήσει ως διώκτης αφού οι προδιαγραφές υλοποίησης της το έχουν ορίσει έτσι από την αρχή και αυτό είναι που αποκρύπτεται. Για παράδειγμα η επιτυχία του μύθου της αστικής αναζωογόνησης, όπως αυτό χαρακτηριστικά συμβαίνει στην πρακτική του gentrification, είναι η ουσία (σίγουρα το αποτέλεσμα) της παρέμβασης μίας κεντρικής εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής η οποία θέτει εκτός επιθυμητών κοινωνικών ορίων αστικές «γηγενείς» ομάδες (υποστηρίζει ουσιαστικά αυτά τα όρια) οργανώνοντας αυτές τις αστικές αναζωογονήσεις. Ομάδες που είτε βρίσκονται από αυθόρμητη επιλογή τους εκεί (σπάνια - τι σημαίνει άραγε επιλογή για τις περισσότερο αδύναμες κοινωνικές ομάδες) είτε βρέθηκαν από προηγούμενες ανακαταταξείς που τους οδήγησαν στο περιθώριο της πόλης. Το περιθώριο όμως αυτό το οικειοποήθηκαν, ρίζωσαν εκεί..
 

Αν η λύση αυτού του μύθου βρίσκεται στην αμφισβήτηση του άρτια σχεδιασμένου νέου αστικού περιβάλλοντος σε αυτό δεν εννοείται η αντίσταση στις αναπλάσεις, την αποπομπή δηλαδή κάθε νέας υλικής κατασκευής, αλλά η διεκδίκηση διατήρησης της κοινωνικής ισσοροπίας στα πρόσωπα των ατόμων που επιθυμούν και θέλουν να παραμένουν στον αστικό τόπο επιλογής τους και με τις αστικές ενέσεις αναζωογόνησης να τους απευθύνονται και όχι να λειτουργούν ως διώκτες και να μετακινούνται στο περιθώριο τελικά ως αστικά αποκούμπια χωρίς γη. Ερώτημα μένει βέβαια αφενός αν υπό αυτούς τους όρους τελικά κάτι τέτοιο συμβαίνει, μάλλον όχι, και αφετέρου με ποιες προυποθέσεις θα μπορούσε να συμβεί. Το κόστος των επεμβάσεων δείχνει το τίμημα των κοινωνικών ανακατανομών που επιβάλει η γεωγραφία αυτού του «αστικού -ωραίου» η γεωγραφία τελικά της βύθισης και της ανάδυσης της αστικής γεωπροσόδου και του διαρκούς προσδιορισμού του περιθωρίου και των κατοίκων του.
 

Κεραμεικός, Μεταξουργείο, Γκάζι, Ομόνοια, Άγιος Παντελεήμονας
Νερατζιώτισσα, Άγιος Δημήτριος
 

Παραμύθι χωρίς όνομα.


20110126

Cybe(r)-ασιοναλισμός

Το διαδίκτυο αποτελεί τη νούμερο ένα εξάρτηση της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Το socializing έχει ενσωματωθεί απόλυτα στον ιστό ως αναπόσπαστο στοιχείο του και οι γεννημένοι την άδοξη, πλην κατακρεουργημένη, μετά-80 εποχή, έχουν ήδη περάσει ένα τεράστιο ποσοστό των παιδικών και εφηβικών τους ωρών μπροστά από οθόνες 19’’,22’’,27’’ και πρόσφατα 32’’.Τα all-in hardware και οι extreme-super-ουαου τετραπύρηνοι επεξεργαστές, έχουν υποστεί μια ανεξίτηλη αλλοίωση της ίδιας τους της υπόστασης. Έχουν πέσει σε χέρια όχι αδαών, αλλά υπερ-δαών. Και αυτή ήταν και η κατάρα τους..


Ο Σύγχρονος User δεν είναι διόλου friendly, αλλά εξαιρετικά arrogant και υπέρμετρα μη-συγκαταβατικός. Τα χιλιάδες πλέον terra αρχείων που σουλατσάρουν στον κυβερνοχώρο, σε συνδυασμό με την πανισχυροποίηση και εν δυνάμει γιγάντωση των search engines, καθιστούν αδύνατη μία οργανωμένη επιχείρηση περιορισμού του φαινομένου της επεκτατικής γνώσης- μιας γνώσης πραγματικά πολυδιάστατης σε τέτοιο βαθμό που δύσκολα θα φανταζόταν ακόμα και ένας εκ των πρώτων ιδρυτών του παγκόσμιου ιστού. Και κάπως έτσι ο καπιταλισμός προδόθηκε από τα ίδια τα παιδιά του. Έχασε τον έλεγχο, προσπαθώντας να διατηρήσει μία εκλογικευμένη ψυχραιμία, την ίδια στιγμή που το παιδί του, έτρεχε με ταχύτητες που ξεπερνούσαν τα πλοκάμια του. Ο ιστός ξέφυγε της αράχνης, που μάταια πάσχιζε να παγιδεύσει τα δικά του συμφέροντα και ψευτοιδανικά –όπως πετυχημένα κατά τη γνώμη μου έπραξε με τα ΜΜΕ- και αφού ενηλικιώθηκε –στα μέσα της δεκαετίας του 90- μετουσιώθηκε σε ένα πανίσχυρο μέσο. Μόνο που αυτή τη φορά βρίσκεται στα χέρια της ελεύθερης-πια- μύγας. Και αυτή ήταν και η δική μου ευχή..

Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας έχει περάσει από πολλά στάδια αναζήτησης και συνεχούς επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας της. Από το Second Life μέχρι το WοW, η κοινωνική ένταξη ορίζεται και εν τέλει προσδιορίζεται από πλατφόρμες on line παιχνιδιών, και χώρους facebookικούς και facebookίζοντες. Από blog σαν και αυτό –και καλά δεξαμενές σκέψης και διαλόγου- και πάσης φύσεως e-συναλλαγών. Τα πάντα έχουν περάσει πλέον στο επόμενο level, που δεν είναι τίποτα άλλο από το απόλυτο e-χάος. Εκατομμύρια εκατομμυρίων πληροφορίες, δισεκατομμύρια απόψεις και ένα ομοίωμα αντίστοιχο της μη-εικόνας αυτού του αχανούς ανεξερεύνητου σύμπαντος.


Στην κινηματογραφική ταινία “City Island” του Raymond de Felitta-μία από τις καλύτερες κατά τη γνώμη μου ‘επίκαιρες’ ταινίες της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα- εκείνο που τίθεται ως ζήτημα και κατ’ επέκταση και αρωγός της πλοκής, είναι το μυστικό εκείνο που προσδιορίζεται ως το μεγαλύτερο μυστικό του καθενός-«το μυστικό των μυστικών». Τα μυστικά του κάθε ενός από εμάς, που προσπαθούν διακαώς να μην υπεισέλθουν στη διαδικασία της αποκάλυψης.
Μήπως τελικά το Διαδίκτυο είναι αυτό ακριβώς; Ένας ορίζοντας ανοικτός που χωρά κάθε είδους μυστικό, για κάθε είδους ανθρωπότυπο και για κάθε -είν και -έσθαι;
Γιατί αν τελικά είναι αυτό, δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να κρύβεσαι. Τα πάντα βρίσκονται εδώ. Είσαι on-line./..

20110118

Όταν ο χρόνος δεν έχει τόπο..

Ζούμε σε ένα πλανήτη πλήρως χαρτογραφημένο, που πλέον κρύβει έλαχιστα μυστικά. Μετακινούμαστε με ρυθμούς και χρόνους που καταργούν τις πραγματικές γεωγραφικές αποστάσεις ενώ επικοινωνούμε και ενημερωνόμαστε «ακαριαία», χάρη στο διαδίκτυο και τις εξελιγμένες τηλεπικοινωνίες.

Ο χρόνος έχει πάψει προ πολλού να έχει έδαφος. Δεν βιώνεται ως η χρονικότητα των σχέσεων που αποτελούν μια συμπαγή κοινωνική δομή- η οποία στην συνέχεια προβάλλεται στο χωρικό πλαίσιο που αποκαλούμε πόλη- αλλά κυλάει βάση άλλων δεδομένων (παραγωγής, απόδοσης, οικονομικών μεγεθών...). Αποτελεί πια, μια ροή χωρίς χωρικότητα, χωρίς ιστορικό βάθος και χωρίς να συσχετίζεται με το εσωτερικό μας ρολόι.

Η διάσπαση της χωροχρονικής συνέχειας και ο μετασχηματισμός του δεσμού, που συνδέει τις δύο αυτές έννοιες παραδοσιακά, σε κάτι εντελώς διαφορετικό, καθρεφτίζεται σήμερα και στον τρόπο με τον οποίο βιώνουν οι κάτοικοι τον αστικό χώρο. Η αποδυνάμωση της σύνδεσης χώρου – χρόνου οδηγεί μοιραία και σε ενα χάσμα στην συγχρονικότητα των σχέσεων που δομούν μια κοινωνία και την πόλης ως έργο που παράγεται άμεσα από αυτές τις σχέσεις (lefevre) , με την πόλη να έχει ήδη μετατραπεί σε ανεξάρτητη παγιωμένη συνθήκη.

Ο αστικός χώρος παύει να αποτελεί ένα έργο εξελισσόμενο και μια διαμεσολάβηση, σε συνάρτηση με τις κοινωνικές, διαπροσωπικές, οικονομικές σχέσεις αυτών που άμεσα τον κατοικούν αλλά λειτουργεί και ως ανεξάρτητο δεδομένο. Οι κάτοικοι του δεν είναι πλέον μέτοχοι και διαμορφωτές του, αλλά απλοί χρήστες αυτού του χώρου˙ τον χρησιμοποιούν και τον καταναλώνουν όπως και οποιοδήποτε άλλο προϊόν.

Jrisi August

20110116

Η βραδύτατη εναλλαγή του είναι μας

Όταν ο Guy Debord διατύπωνε την έννοια της ψυχογεωγραφίας περί το 1955, κανείς δε φανταζόταν ότι θα ερχόταν η στιγμή που αυτό το ίδιο περιβάλλον, θα μας κατασπάραζε ζωντανούς.Ο καταστασιασμός [στα πλαίσια του Internationale situationniste] μεσουράνησε στην πρωτεύουσα της Καταλονίας και μαζί του ένα άλλο ρεύμα κέρδους και αδιάλειπτου συμφεροντολογισμού γεννιόταν κάπου αλλού στην Ευρώπη.



Η φανταστικά άναρχη ανοικοδόμηση της Αθήνας δημιούργησε γενιές λυσσασμένες-γενιές αχόρταγες. Με γνώμονα το "όλα τώρα ναι" και κοινωνικό μότο κάποια ασαφή-έως και σήμερα- λογύδρια, το κτιστό περιβάλλον γινόταν ολοένα και πιο απειλητικό, ολοένα και πιο τρομακτικό.

Το Dogville υπήρξε σταθμός στον κινηματογράφο και ο Lars von Trier δημιούργησε ένα θεατρικό σκηνικό απόλυτου εξορθολογιστικού εγκλεισμού, παραβλέποντας και εν τέλει καταργώντας πρωτογενείς μορφές κινηματογραφικής πλαστικότητας και απόδοσης. Γύρω του το απόλυτο τίποτα, το αχανές μαύρο. Οι ήρωες του, αγκομαχώντας να ταυτοποιηθούν, αφομοιώθηκαν από το ίδιο το περιβάλλον τους και αναγκάστηκαν από τον μέντορα τους να διαμορφωθούν και να εκφραστούν μέσα από αυτό, σε αυτό, για αυτό. Κανείς δε προσπάθησε να ξεφύγει από αυτό το τέλεια διαμορφωμένο σκηνικό-ούτε καν να διαφύγει.



Η Αθήνα αμφιταλαντεύτηκε- όχι για πολύ- για το αν θα ήταν το σκηνικό ή το μαύρο. Τελικά κατέληξε να είναι τίποτα περισσότερο από ένα μη-χρώμα.Και όλοι να πασχίζουν για το μη χείρον βέλτιστο. Όπως στον Trier δεν έχει σημασία η ύπαρξη του σκύλου, αλλά αποκλειστικά και μόνο το πρωτογενές του γάβγισμα και ο ηθοποιός δεν απαιτεί να δει αλλά να ακούσει, αντιστικτικά ο Αθηναίος δε ενδιαφέρεται πια για το τι θα ακούσει αλλά για το τι θα δει. Και δυστυχώς για αυτόν επιδιώκει να δει όλο και λιγότερα./

White Page